- κατατρέχω
- (AM κατατρέχω)νεοελλ.μτφ. προσπαθώ να βλάψω κάποιον, έχω εχθρικές διαθέσεις προς κάποιοννεοελλ.-μσν.1. τρέχω πίσω από κάποιον, καταδιώκω, κυνηγώ κάποιον2. τρέχω γρήγορα, σπεύδω3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατατρεγμένος, -η, -ονκυνηγημένος από άλλους ανθρώπους ή δοκιμασμένος από τη μοίραμσν.1. ρίχνω κάτω, καταστρέφω κάτι2. προστρέχω κάπου3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ανυπόληπτοςαρχ.1. τρέχω προς τα κάτω2. (για ναύτες) αποβιβάζομαι βιαστικά3. ονειδίζω, κατηγορώ, συκοφαντώ4. καταδυναστεύω, καταπιέζω κάποιον5. ενεργώ επιδρομή, λεηλατώ, καταστρέφω6. επέρχομαι7. (για επιδέσμους) μετατοπίζομαι από τη θέση μου, γλιστρώ προς τα κάτω.
Dictionary of Greek. 2013.